αισχυνομένη

αισχυνομένη
(aeschynomene). Επιστημονική ονομασία γένους καλλωπιστικών και βιομηχανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ποώδη ή θαμνώδη φυτά, ιθαγενή των θερμών χωρών. Έχουν φύλλα πτεροειδή με λειόχειλα φυλλάρια. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και έχουν χρώμα λευκό, κίτρινο ή κόκκινο. Στο γένος ανήκουν πάνω από 70 είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η καννάβινος, κτηνοτροφικό και βιομηχανικό φυτό της Ινδίας. Από τις ίνες του βλαστού του κατασκευάζεται χοντρό ύφασμα (λινάτσα). Η λεγόμενη α. η τραχιά είναι πολυετές, ποώδες φυτό των ελών της τροπικής Αφρικής και της Ασίας. Από την εντεριώνη του που χρησιμοποιείται αντί φελλού, κατασκευάζονται ελαφρά καλοκαιρινά καπέλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰσχυνομένη — αἰσχῡνομένη , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνομένῃ — αἰσχῡνομένῃ , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνομένας — αἰσχῡνομένᾱς , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem acc pl αἰσχῡνομένᾱς , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) αἰσχυνομένᾱς , αἰσχυνομένη sensitive plant fem acc pl αἰσχυνομένᾱς , αἰσχυνομένη sensitive plant fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • αἰσχυνομέναις — αἰσχῡνομέναις , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem dat pl αἰσχυνομένη sensitive plant fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνομένην — αἰσχῡνομένην , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνομένης — αἰσχῡνομένης , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνόμεναι — αἰσχῡνόμεναι , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem nom/voc pl αἰσχυνομένη sensitive plant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”